- καταμετρήσῃς
- καταμετρέωmeasure outaor subj act 2nd sgκαταμετρέωmeasure outaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… … Dictionary of Greek
γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… … Dictionary of Greek
γεωμετρικός — ή, ό (AM γεωμετρικός, ή, όν) [γεωμέτρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γεωμετρία 2. το θηλ. ως ουσ. γεωμετρική, η η τεχνική καταμέτρησης και απεικόνισης τμημάτων τής γήινης επιφάνειας 3. φρ. «γεωμετρική τέχνη», «γεωμετρικά αγγεία» κ.λπ.… … Dictionary of Greek
δημογραφία — Επιστήμη που μελετά τη σύνθεση, τις μεταβολές και τη δυναμική του πληθυσμού. Αντικείμενο της μελέτης της δ. είναι επομένως όλα τα φαινόμενα βιολογικού χαρακτήρα –όπως οι γεννήσεις και οι θάνατοι– ή κοινωνικού –όπως οι γάμοι και οι μεταναστεύσεις– … Dictionary of Greek
στηθόμετρο — το, Ν ιατρ. όργανο καταμέτρησης τής θωρακικής περιμέτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stethometer (< στήθος + μέτρο)] … Dictionary of Greek
σχοινισμός — ο, ΝΑ μέθοδος καταμέτρησης τμήματος γης με σχοινί αρχ. 1. το τμήμα γης που έχει καταμετρηθεί με αυτόν τον τρόπο, σχοίνισμα* 2. είδος βασανιστηρίου κατά το οποίο τενώνονταν το σώμα τού βασανιζομένου με σχοινιά ώσπου να εξαρθρωθούν τα μέλη τού… … Dictionary of Greek
χωρομετρία — η, ΝΑ [χωρομέτρης] η ειδικότητα και η τεχνική τής καταμέτρησης εδαφικών εκτάσεων νεοελλ. η καταμέτρηση εδαφών με τη χρήση χωρομετρικών οργάνων και, ειδικότερα, ο προσδιορισμός τού εμβαδού, η σχεδίαση και η οριοθέτηση αγροτικών κτημάτων και… … Dictionary of Greek
δενδρομετρία ή δεντρομετρία — Μεθοδολογία καταμέτρησης του ποσού δομικής ξυλείας ενός δέντρου ή ενός δάσους. Η ποσότητα της δομικής ξυλείας υπολογίζεται με βάση τα κυβικά ξύλου που περιέχει ένα υλοτομημένο ή όχι δέντρο ή μέρος αυτού. Η δ. ασχολείται με την κατάσταση και τον… … Dictionary of Greek
ιστιοδρομίες — Δραστηριότητα που αναπτύσσεται στη θάλασσα ή σε εσωτερικά ύδατα με ιστιοφόρα για λόγους ψυχαγωγίας ή για τη διεξαγωγή αγώνων ταχύτητας μεταξύ των σκαφών. Τα σκάφη που χρησιμοποιούνται για ι. μπορεί να ταξινομηθούν σε σκάφη ενός τύπου ή μονότυπα,… … Dictionary of Greek
οσμόμετρο — το 1. όργανο που μετρά την οξύτητα της αίσθησης της όσφρησης, αλλ. οσμοσκόπιο. 2. όργανο καταμέτρησης της οσμικής ενέργειας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)